ἄθρεπτος

ἄθρεπτος
ἄθρεπτος, ον,
A ill-nourished, underfed, Ar. Byz. Epit.2.9.8; f.l. for ἄτρεπτος, AP5.177 (Mel.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… …   Dictionary of Greek

  • ἄθρεπτοι — ἄθρεπτος ill nourished masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρεπτικός — ή, ό [άθρεπτος] ατροφικός, ισχνός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”