- ἄθρεπτος
- ἄθρεπτος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… … Dictionary of Greek
ἄθρεπτοι — ἄθρεπτος ill nourished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρεπτικός — ή, ό [άθρεπτος] ατροφικός, ισχνός … Dictionary of Greek